- σφαγίς
- -ίδος, ἡ, Α1. μαχαίρι που χρησιμοποιείται σε θυσίες2. (γενικά) μαχαίρι3. (κατά τον Ησύχ.) «σφαγίςτὸ προκάρδιον».[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαγή + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. λαβ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφαγίς — sacrificial knife fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγίδα — σφαγίς sacrificial knife fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγίδας — σφαγίς sacrificial knife fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγίδες — σφαγίς sacrificial knife fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγίδι — σφαγίς sacrificial knife fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγίδος — σφαγίς sacrificial knife fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγίσι — σφαγίς sacrificial knife fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγίδιον — τὸ, Α [σφαγίς, ίδος] υποκορ. τού σφαγις … Dictionary of Greek